- ἑλκωματικός
ἑλκωματικός, Geschwüre machend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλκωματικός, Geschwüre machend, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελκωματικός — ή, ό (Α ἑλκωματικός, ή, όν) αυτός που προξενεί ελκώματα … Dictionary of Greek
ἑλκωματικήν — ἑλκωματικός causing sores fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελκωτικός — ἑλκωτικός, ή, όν (AM) 1. ελκωματικός 2. ερεθιστικός … Dictionary of Greek