- ἑλκυθμός
ἑλκυθμός, ὁ, = ἑλκηϑμός, Ἕκτορος, das Schleifen des Hektor, Tryphiod. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλκυθμός, ὁ, = ἑλκηϑμός, Ἕκτορος, das Schleifen des Hektor, Tryphiod. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελκυθμός — ἑλκυθμός, ο (Α) ο ελκηθμός … Dictionary of Greek
ἑλκυθμοῖο — ἑλκυθμός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυθμοῖσι — ἑλκυθμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek