ὑλισμός

ὑλισμός

ὑλισμός, , das Durchseihen, Clem. Alex.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα, που θεωρεί την ύλη ως την ουσία και την πρώτη αρχή των όντων και θέτει σε δεύτερη μοίρα ή και αρνείται το πνεύμα. Παίρνει τη μορφή του μηχανικού υ. εφόσον θεωρεί την ύλη ως ουσία που έχει μηχανικές μόνο ιδιότητες. Στην… …   Dictionary of Greek

  • υλισμός — ο 1. φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι η ύλη είναι η μόνη πραγματικότητα και η μόνη ουσία στα υλικά και άυλα, ορατά και αόρατα του σύμπαντος, και που αρνείται την ύπαρξη της ψυχής και του Θεού, η υλοδοξία, ο ματεριαλισμός. 2. η νοοτροπία εκείνων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλισμοῦ — ὑλισμός fusio masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… …   Dictionary of Greek

  • δυϊσμός — Θεωρία η οποία δέχεται την ύπαρξη δύο αρχών, οι οποίες είναι αδύνατο να αναχθούν η μία στην άλλη. Ειδικότερα, στη μεταφυσική ο όρος δ. αναφέρεται στη θεωρία που αναγνωρίζει δύο πρωταρχικά και μη αναγώγιμα στοιχεία: τη σκέψη, το πνεύμα ή την ιδέα… …   Dictionary of Greek

  • εμπειριοκριτικισμός — Γερμανική φιλοσοφική θεωρία, της οποίας κύριοι εκπρόσωποι υπήρξαν ο Αβενάριος και ο Μαχ. Η θεωρία αυτή δέχεται ως σκοπό της γνωσιολογίας την αποκατάσταση της καθαρής εμπειρίας, απαλλαγμένης από κάθε μεταφυσική αντίληψη. Απομακρύνεται, συνεπώς,… …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • ιστορικός — ή, ό (ΑΜ ἱστορικός, ή, όν) [ιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός μελετητής τής ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”