ὑηνός

ὑηνός

ὑηνός, schweinisch, vom Schweine, dazu gehörig, ϑρέμματα ὑηνά Plat. Legg. VII, 819 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύηνος — ήνη, ον, και ὑηνός, ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, ο γουρουνήσιος 2. μτφ. (κατά τον Φώτ.) (για πρόσ.) σκαιός, αμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + επίθημα ηνος (πρβλ. γαλ ηνός, σκαλ ηνός)] …   Dictionary of Greek

  • ὑηνῶν — ὑηνέω to be as stupid as a hog pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑηνός swinish fem gen pl ὑηνός swinish masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… …   Dictionary of Greek

  • υηνεύς — έως, ὁ, Α (για πρόσ.) σκαιός, αμαθής και αγροίκος, κτηνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος + επίθημα εύς (πρβλ. τοξ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • υηνώ — και συηνῶ, έω, Α [ὕηνος] ζω ή συμπεριφέρομαι σαν γουρούνι, είμαι πολύ ανόητος, αμαθής και κτηνώδης …   Dictionary of Greek

  • sū̆ -s, suu-̯ os —     sū̆ s, suu ̯ os     English meaning: pig, swine     Deutsche Übersetzung: “Hausschwein, Sau”     Material: Av. hū (gen. sg. for *huvō) ‘swine”; Gk. ὗς, ὑός, acc. ὗν m. “boar”, f. ‘sow” (therefrom ὕαινα f. “Hyäne”) besides σῦς, συός ds.; in… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”