- ὑο-φορβεῖον
ὑο-φορβεῖον, τό, Saustall, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑο-φορβεῖον, τό, Saustall, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιροφορβείον — και χοιροφόρβιον, τὸ, Α αγέλη, κοπάδι χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + φορβεῖον (< φορβος < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ὑο φορβείον / φόρβιον] … Dictionary of Greek