ἑορταῖος

ἑορταῖος

ἑορταῖος, festlich, καιροί D. Hal. 4, 74.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εορταίος — ἑορταῑος, α, ον (Α) εόρτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτ ή + επίθημα αίος (πρβλ. τελευτ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • ἑορταίων — ἑορταῖος festal fem gen pl ἑορταῖος festal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταίη — ἑορταῖος festal fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταίους — ἑορταῖος festal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”