- ὑμένινος
ὑμένινος, häutig, aus Häuten bestehend, περιγλωττίς, Ath. II, 61 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑμένινος, häutig, aus Häuten bestehend, περιγλωττίς, Ath. II, 61 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υμένινος — η, ο / ὑμένινος, ίνη, ον, ΝΑ [ὑμήν, ένος] αυτός που αποτελείται από υμένα ή από υμένες … Dictionary of Greek
ὑμενίνων — ὑμένινος of skin fem gen pl ὑμένινος of skin masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενίνην — ὑμένινος of skin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek