- ἑξ-έτις
ἑξ-έτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἑξέτης, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξ-έτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἑξέτης, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταέτης — έτις, άετες (Α ὀκταέτης, έτις, άετες) βλ. οκταετής … Dictionary of Greek
μουνοέτις — μουνοέτις, ιδος, ἡ (Α) ιων. τ. αυτή που έχει ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος + έτις (θηλ. τού έτης < ἔτος), πρβλ. εννα έτις, επτα έτις] … Dictionary of Greek
Οπτιλλέτις — Όπτιλλέτις και Όπτιλέτις και Ὀπτιλῑτις, ἡ (Α) προσωνυμία τής Αθηνάς στη Λακεδαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλ(λ)ος «μάτι» + επίθημα έτις (πρβλ. οφειλ έτις). Ο τ. Ὀπτιλῖτις < ὀπτίλος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. πολ ίτις)] … Dictionary of Greek
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
εικοσαετής — ές (Α εἰκοσαετής, ές και εἰκοσαέτης, ές και εἰκοσιετής, θηλ. ετίς και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία είκοσι ετών 2. αυτός που διαρκεί είκοσι χρόνια … Dictionary of Greek
κυαναυγέτις — κυαναυγέτις, ιδος, ἡ (Α) κυαναυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυαναυγής + θηλ. επίθημα έτις (πρβλ. κυνηγ έτις] … Dictionary of Greek
οκταετής — και οχταετής, ές και οκταέτης, άετες, θηλ. και έτις (Α ὀκταετής, ές και ὀκταέτης, άετες, θηλ. και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές») 2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ… … Dictionary of Greek
παρευνέτις — ιδος, ἡ, Α αυτή που κοιμάται δίπλα σε κάποιον, σύνευνος, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρευνος + επίθημα έτις (πρβλ. ευν έτις)] … Dictionary of Greek
συνευνέτης — ὁ, θηλ. συνευνέτις, ιδος, Α σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα έτης/ έτις (πρβλ. παρευν έτις)] … Dictionary of Greek
αναιρέτης — ἀναιρέτης, ο (θηλ. έτις) (ΑΜ) [ἀναιρῶ] αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς … Dictionary of Greek
λαμπραυγής — ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, ιδος (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκ αυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)] … Dictionary of Greek