ἑξά-μηνος

ἑξά-μηνος

ἑξά-μηνος, sechsmonatlich, sechs Monat alt, Theophr.; sechs Monat dauernd, ἀρχή Arist. pol. 4, 15. 5, 8; ἀνοχαί Pol. 21, 3, 11; – ὁ ἑξάμηνος, sc. χρόνος, das halbe Jahr, Xen. Hell. 2, 3, 9, wie D. Hal. 5, 70; auch ἡ ἑξάμηνος, sc. ὥρα, Her. 4, 25; ohne Artikel, διδόασι ἑξαμήνου σῖτον, auf ein halbes Jahr, Xen. Hell. 3, 4, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντάμηνος — η, ο / πεντάμηνος και πεντέμηνος, ον, ΝΑ αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία ίση με πέντε μήνες 2. αυτός που αποτελείται ή περιλαμβάνει πέντε μήνες («πεντάμηνοι περίοδοι», Πλούτ.) 3. αυτός που γεννήθηκε τον πέμπτο μήνα μετά τη σύλληψη 4. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκάμηνος — και τρισκαιδεκάμηνος, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει δεκατρείς μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + μηνος (< μήν, μηνός), πρβλ. εξά μηνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”