- πελίωμα
πελίωμα, τό, = πελίδνωμα, Hippocr. u. Arist. probl. 9, 14; nach Greg. Cor. ὴ μέλαινα τοῠ σώματος ἐπιφάνεια, ὴνίκα ἂν δι' ὑποδρομ ὴν αἵματος μελαίνηται; nach B. A. 293 τὰ ἴχνη τῶν πληγῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελίωμα, τό, = πελίδνωμα, Hippocr. u. Arist. probl. 9, 14; nach Greg. Cor. ὴ μέλαινα τοῠ σώματος ἐπιφάνεια, ὴνίκα ἂν δι' ὑποδρομ ὴν αἵματος μελαίνηται; nach B. A. 293 τὰ ἴχνη τῶν πληγῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελίωμα — Acut. (Sp.) neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελίωμα — τὸ, Α [πελιούμαι] πελίδνωμα … Dictionary of Greek
πελιωμάτων — πελίωμα Acut. (Sp.) neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιώματα — πελίωμα Acut. (Sp.) neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίωμα — τὸ, Α (δ. τ.) αντί πελίωμα … Dictionary of Greek