- ἑξά-γωνος
ἑξά-γωνος, = ἑξαγώνιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξά-γωνος, = ἑξαγώνιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάγωνος — η, ο / πεντάγωνος, ον, ΝΑ 1. (για σχήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε γωνίες και από πέντε πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγωνο μαθημ. επίπεδο πολύγωνο που έχει πέντε γωνίες και επομένως πέντε πλευρές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. α) άνθος με… … Dictionary of Greek
χιλιάγωνος — ον, Α αυτός που έχει χίλιες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλι(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. ἑξά γωνος. Η μορφή χιλια τού α συνθετικού κατ αναλογίαν προς τα ἑπτα , δέκα κ.λπ.] … Dictionary of Greek
εξάγωνος — η, ο (AM ἑξάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνο γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γωνος < θ. γων. τής λ. γωνία (πρβλ.… … Dictionary of Greek