- ἑξά-ετες
ἑξά-ετες, adv., sechs Jahre lang, Od. 3, 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξά-ετες, adv., sechs Jahre lang, Od. 3, 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνετες — Α επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού έτους, ολοχρονίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ετες, ουδ. τού ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά ετες,, τρί ετες. Ο αναβιβασμός τού τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση τού τ.] … Dictionary of Greek