πιθίσκος, ὁ, dim. von πίϑος, Plut. Camill. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθίσκος — ὁ, Α [πίθος] μικρό πιθάρι … Dictionary of Greek
πιθίσκους — πιθίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)