- ὑαλο-τέχνης
ὑαλο-τέχνης, ὁ, Glaskünstler, Glasarbeiter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑαλο-τέχνης, ὁ, Glaskünstler, Glasarbeiter, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υαλοτέχνης — ο / ὑαλοτέχνης, ΝΜΑ, και ὑελοτέχνης Α αυτός που επεξεργάζεται την ύαλο νεοελλ. τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή γυάλινων και, ειδικότερα, κρυστάλλινων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης, χειρο… … Dictionary of Greek