ὑαλόεις

ὑαλόεις

ὑαλόεις, εσσα, εν, gläsern, glasartig, durchsichtig, bes. Sp. – [Υ ist bei Ep. in der Vershebung auch lang, Ruf. 36 (V, 48).]


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υαλόεις — εσσα, εν, Α αυτός που είναι λαμπερός και διαφανής σαν το γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ὑαλόεσσα — ὑαλόεις glass coloured fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”