ἑξα-έτης

ἑξα-έτης

ἑξα-έτης, , od. ἑξαετής, ές, sechsjährig, χρόνος Plut. Pyrrh. 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οκταετής — και οχταετής, ές και οκταέτης, άετες, θηλ. και έτις (Α ὀκταετής, ές και ὀκταέτης, άετες, θηλ. και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές») 2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκαέτης — ὀκτωκαιδεκαέτης, ες, θηλ. και ὀκτωκαιδεκαέτις (Α) οκτωκαιδεκέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + έτης (< ἔτος), πρβλ. εξα έτης] …   Dictionary of Greek

  • εξαέτης — ἑξαέτης, ες (Α) εξαετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + έτης < έτος] …   Dictionary of Greek

  • εξαετής — ές (θηλ. και εξαέτις) (AM ἑξαετής, ες Α και ἑξαέτης, ες AM θηλ. ἑξαέτις) 1. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («εξαετής πόλεμος, συμμαχία») 2. αυτός που έχει ηλικία έξι ετών αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑξάετες επί έξι χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ… …   Dictionary of Greek

  • πάνετες — Α επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού έτους, ολοχρονίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ετες, ουδ. τού ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά ετες,, τρί ετες. Ο αναβιβασμός τού τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση τού τ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”