- ἑξα-έτις
ἑξα-έτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Theocr. 14, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξα-έτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Theocr. 14, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκταετής — και οχταετής, ές και οκταέτης, άετες, θηλ. και έτις (Α ὀκταετής, ές και ὀκταέτης, άετες, θηλ. και έτις) 1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές») 2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ… … Dictionary of Greek