πιθάκνη — cask fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάκνη — και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α 1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.) 2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών 3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό … Dictionary of Greek
πιθακνῶν — πιθάκνη cask fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάκναις — πιθάκνη cask fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάκναισιν — πιθάκνη cask fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάκνην — πιθάκνη cask fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάκνης — πιθάκνη cask fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδάκνη — πιθάκνη cask fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδάκνην — πιθάκνη cask fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθάκνας — πιθάκνᾱς , πιθάκνη cask fem acc pl πιθάκνᾱς , πιθάκνη cask fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδάκνας — φιδάκνᾱς , πιθάκνη cask fem acc pl (attic) φιδάκνᾱς , πιθάκνη cask fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)