- ὑμνητρίς
ὑμνητρίς, ίδος, ἡ, fem. zu ὑμνητήρ, Poll. 1, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑμνητρίς, ίδος, ἡ, fem. zu ὑμνητήρ, Poll. 1, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υμνητρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. υμνητής … Dictionary of Greek
υμνητής — ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, ίδος, Α 1. αυτός που ψάλλει ύμνους 2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ τρια] … Dictionary of Greek