ἑξ-δάκτυλα

ἑξ-δάκτυλα

ἑξ-δάκτυλα σχοινία, sechszöllige Taue, Att. Seew. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δάκτυλα — Δακτύλης masc voc sg Δακτύλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλα — δάκτυλος finger neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάκτυλ' — Δάκτυλα , Δακτύλης masc voc sg Δάκτυλα , Δακτύλης masc nom sg (epic) Δάκτυλαι , Δακτύλης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλ' — δάκτυλα , δάκτυλος finger neut nom/voc/acc pl δάκτυλε , δάκτυλος finger masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • δεκαδάκτυλος — η, ο (AM δεκαδάκτυλος, ον) 1. όποιος έχει πλάτος ή μήκος δέκα δακτύλων 2. αυτός που έχει δέκα δάκτυλα νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαδάκτυλα, τα ζώα που έχουν πόδια με δέκα δάκτυλα …   Dictionary of Greek

  • εννεαδάκτυλος — η, ο (AM ἐννεαδάκτυλος, ον) 1. αυτός που έχει εννέα δάκτυλα 2. ζωολ. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα εννεαδάκτυλα ζώα που έχουν εννέα δάκτυλα ή εννέα δακτυλοειδή προσαρτήματα …   Dictionary of Greek

  • ετεροδάκτυλος — η, ο 1. (για πτηνά) αυτός που έχει τα δάκτυλα διατεταγμένα κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη (όπως τα αναρριχητικά) 2. (για ζώα) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετεροδάκτυλα τα ζώα που έχουν άνισα δάκτυλα 3. το αρσ. ως ουσ. ο ετεροδάκτυλος… …   Dictionary of Greek

  • πελεκανόμορφα — Τάξη πτηνών, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα δάκτυλά τους είναι ενωμένα με νηκτική μεμβράνη, τεντωμένη όχι μόνο ανάμεσα στα 3 μπροστινά δάκτυλα, αλλά και ανάμεσα στο δεύτερο δάκτυλο και τον αντίχειρα, που είναι γυρισμένος προς τα πίσω. Η …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”