- ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκοντάς, άδος, ἡ, die Zahl Siebzig, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑβδομηκοντάς, άδος, ἡ, die Zahl Siebzig, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑβδομηκοντάδα — ἑβδομηκοντάς group of seventy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εβδομηκοντάδα — η (AM ἑβδομηκοντάς) σύνολο εβδομήντα μονάδων, εβδομηνταριά … Dictionary of Greek