- ἑξα-δάκτυλος
ἑξα-δάκτυλος, sechsfingerig, Hippocr., D. L. 4, 34. – Auch ἑξαδακτυλιαῖος
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξα-δάκτυλος, sechsfingerig, Hippocr., D. L. 4, 34. – Auch ἑξαδακτυλιαῖος
http://www.zeno.org/Pape-1880.
List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C … Wikipedia
εξαδάκτυλος — η, ο (AM ἑξαδάκτυλος, ον) αυτός που έχει έξι δάκτυλα («ὁ βασιλεὺς ἧτο ἑξαδάκτυλος», Τζέτζ.) αρχ. αυτός που έχει μήκος έξι δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δάκτυλος] … Dictionary of Greek
εξαδακτυλαίος — ἐξαδακτυλαῑος, α, ον (Μ) μήκους έξι δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + θ. δακτυλ (πρβλ. δάκτυλος) + κατάλ. αίος] … Dictionary of Greek