- ὑμνείω
ὑμνείω, poet, statt ὑμνέω, Hes. O. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑμνείω, poet, statt ὑμνέω, Hes. O. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υμνείω — Α (επικ. τ.) βλ. υμνώ … Dictionary of Greek
υμνώ — ὑμνῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α [ύμνος] 1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών τού 21» β. «οὔτ ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) 2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῡμεν, Σὲ εὐλογοῡμεν … Dictionary of Greek