πιθάριον

πιθάριον

πιθάριον, τό, dim. von πίϑος, Fäßchen, Hesych. φιδάκνη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιθάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθάρια — πιθάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισάριον — (I) τὸ, Α [πῑσος] υποκορ. τού πῑσος*. (II) τὸ, Α αγγείο κατάλληλο για τη μέτρηση ξηρών προϊόντων, πιθάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού πιθάριον] …   Dictionary of Greek

  • PITHARIA — apud Vinc. Belvacensem, idem quod Hollandis vulgo, tonne d or. Ita autem is l. 31. c. 144. Ubi est thesauras suus, et dicitur quod ibi sunt 10. pithariae plenae aurô depuratô etc. Graecis πίθος, πιθάριον, dolium, doliotum, unde Pithariae et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”