- ὑδαρότης
ὑδαρότης, ητος, ἡ, Wässerigkeit, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδαρότης, ητος, ἡ, Wässerigkeit, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υδαρότης — ητος, ἡ, Α [ὑδαρής] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού υδαρούς 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αδυναμία ii) χαλάρωση ηθών β) (για πράγμ.) η ιδιότητα τού μαλακού ή τού ευμετάβλητου … Dictionary of Greek