- ὑαινίς
ὑαινίς, ἡ, = ὕαινα 2, Epicharmm. bei Ath. VII, 326 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑαινίς, ἡ, = ὕαινα 2, Epicharmm. bei Ath. VII, 326 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υαινίς — ίδος, ἡ, Α θαλάσσιο ψάρι, ύαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαινα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. σφυρ ίς), βλ. και λ. ύαινα] … Dictionary of Greek
ὑαινίδες — ὑαινίς hyena fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… … Dictionary of Greek