- ὑακινθινο-βαφής
ὑακινθινο-βαφής, ές, hyacinthfarbig, Xen. Cyr. 6, 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑακινθινο-βαφής, ές, hyacinthfarbig, Xen. Cyr. 6, 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλογοβαφής — ές, Α αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + βαφής (< βάπτω, πρβλ. βαφή), πρβλ. πορφυρο βαφής, ὑακινθινο βαφής] … Dictionary of Greek