- ὑμενό-πτερος
ὑμενό-πτερος, mit häutigen Flügeln, wie die der Fledermäuse, Luc. Misc. enc. 1 de dips. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑμενό-πτερος, mit häutigen Flügeln, wie die der Fledermäuse, Luc. Misc. enc. 1 de dips. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… … Dictionary of Greek
κυανόπτερος — κυανόπτερος, ον (Α) (για πτηνά ή έντομα) αυτός που έχει μαύρα φτερά («κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτερόν (πρβλ. κυκνό πτερος, υμενό πτερος)] … Dictionary of Greek