- πελλητήρ
πελλητήρ, ῆρος, ὁ, nach Ath. XI, 495 e bei den Thessalern u. Aeolern = ἀμολγεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελλητήρ, ῆρος, ὁ, nach Ath. XI, 495 e bei den Thessalern u. Aeolern = ἀμολγεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελλητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα 2. (στους Βοιωτούς) κύλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. αυλη ήρ)] … Dictionary of Greek