- ὑδρο-φόβας
ὑδρο-φόβας, ὁ, = ὑδροφόβος, Lob. Phryn. p. 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-φόβας, ὁ, = ὑδροφόβος, Lob. Phryn. p. 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπνοφόβης — ὁ, Α αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω τού τ. φόβη*, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο φόβᾱς] … Dictionary of Greek