ὑδρο-φόρος

ὑδρο-φόρος

ὑδρο-φόρος, Wasser tragend; ὁ ὑδροφόρος, der Wasserträger, Her. 3, 14; Luc. vit. auct. 7; ἡ ὑδροφόρος, die Wasserträgerinn, Xen. An. 4, 5, 10; Folgende.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριοφόρος — θριοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει μαντευτικές ψήφους, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί + φόρος < φέρω (πρβλ. ιερο φόρος, υδρο φόρος)] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρος — Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιοφόρος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που φέρει, που περιέχει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος περιοχή» β. «πετρελαιοφόρα στρώματα») 2. αυτός που μεταφέρει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος αγωγός» β. «πετρελαιοφόρο πλοίο») 3. το ουδ. ως ουσ. το πετρελαιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • πυρσοφόρος — ον, ΜΑ 1. Ο πυρφόρος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυρσοφόρος (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑον εὐμέγεθες, εἰς ὅ ξύλα ἐστίθεσαν πεπυρωμένα. ἤ ὁ τὸ πῡρ φέρων ἀπὸ τοῡ πρώτου βωμοῡ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάττων μὴ ἀποσβεσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + φόρος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”