- ὑδρο-σκόπος
ὑδρο-σκόπος, Wasser suchend, auffindend, ὁ ὑδροσκόπος, Wassersucher, Brunnengräber (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-σκόπος, Wasser suchend, auffindend, ὁ ὑδροσκόπος, Wassersucher, Brunnengräber (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηροσκόπιο — το, Ν ιατρ. όργανο με ευαίσθητη μαγνητική βελόνη, κατάλληλο για τη διερεύνηση και την εξακρίβωση τής θέσης εξαιρετικά μικρών τεμαχίων σιδήρου ή χάλυβα μέσα στο μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + σκόπιο (< σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
υγροσκοπία — η, Ν η υγρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σκοπία (< σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. υδρο σκοπία] … Dictionary of Greek