- ὑδρηρός
ὑδρηρός, = Vorigem; Aesch. frg. in B. A. 115, 3, aus welchem Fragment sonst ὑδατηρός citirt wird; ποτός, poet. bei Stob. fl. 97, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρηρός, = Vorigem; Aesch. frg. in B. A. 115, 3, aus welchem Fragment sonst ὑδατηρός citirt wird; ποτός, poet. bei Stob. fl. 97, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρηρός — ά, όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που χρησιμεύει για την εναπόθεση νερού, ὑδατηρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
ὑδρηροί — ὑδρηρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηρούς — ὑδρηρός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρηρά — ὑδρηρόν neut nom/voc/acc pl ὑδρηρός neut nom/voc/acc pl ὑδρηρά̱ , ὑδρηρός fem nom/voc/acc dual ὑδρηρά̱ , ὑδρηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
ὑδρηρόν — neut nom/voc/acc sg ὑδρηρός masc acc sg ὑδρηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
υδρηρόν — τὸ, ΜΑ [ὑδρηρός] το φυτό έρινος … Dictionary of Greek
ὑδρηροῖς — ὑδρηρόν neut dat pl ὑδρηρός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)