- ὑδρ-αγώγιον
ὑδρ-αγώγιον, τό, = ὑδραγωγεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρ-αγώγιον, τό, = ὑδραγωγεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] … Dictionary of Greek