- ἑδραιότης
ἑδραιότης, ητος, ἡ, das Festsitzen; Unveränderlichkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑδραιότης, ητος, ἡ, das Festsitzen; Unveränderlichkeit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑδραιότης — stability fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδραιότητα — ἑδραιότης stability fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδραιότητι — ἑδραιότης stability fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδραιότητος — ἑδραιότης stability fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδραιότητα — η (AM ἑδραιότης) [εδραίος] σταθερότητα, μονιμότητα αρχ. ακινησία … Dictionary of Greek