- πιθηκο-ειδής
πιθηκο-ειδής, ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθηκο-ειδής, ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθηκοειδής — ές ΝΑ αυτός που είναι όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο γένος τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων ὕστερον διορισθήσεται», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + ειδής*] … Dictionary of Greek