- ἑδρικός
ἑδρικός, zum Gefäß, zum Stuhlgang gehörig, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑδρικός, zum Gefäß, zum Stuhlgang gehörig, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑδρικός — belonging to the anus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδρικός — ή, ό (AM ἑδρικός, ή, όν) αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έδρα, στον πρωκτό («εδρικά έλκη», «εδρικό πτερύγιο τών ιχθύων») … Dictionary of Greek
ἑδρικά — ἑδρικός belonging to the anus neut nom/voc/acc pl ἑδρικά̱ , ἑδρικός belonging to the anus fem nom/voc/acc dual ἑδρικά̱ , ἑδρικός belonging to the anus fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικῶν — ἑδρικός belonging to the anus fem gen pl ἑδρικός belonging to the anus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικόν — ἑδρικός belonging to the anus masc acc sg ἑδρικός belonging to the anus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικαῖς — ἑδρικός belonging to the anus fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικαί — ἑδρικός belonging to the anus fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικοῖς — ἑδρικός belonging to the anus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικοῖσιν — ἑδρικός belonging to the anus masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικοῦ — ἑδρικός belonging to the anus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδρικῇ — ἑδρικός belonging to the anus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)