ὑδρεύς, ὁ, poet. statt ὑδρευτής, Man. 4, 251; Lob. Phryn. 316.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υδρεύς — έως, Α [υδρεύω] (ποιητ. τ.) ὑδρευτής* … Dictionary of Greek
ὑδρέα — ὑδρέᾱ , ὑδρεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρέας — ὑδρέᾱς , ὑδρεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)