- ὑδρό-χυτος
ὑδρό-χυτος, mit Wasser begossen, Nonn.; – in Wasser ergossen, sich ergießend, κρῆναι Eur. Cycl. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρό-χυτος, mit Wasser begossen, Nonn.; – in Wasser ergossen, sich ergießend, κρῆναι Eur. Cycl. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγρόχυτος — ον, ΜΑ αυτός που χύνεται σαν υγρό («ὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, υδρό χυτος] … Dictionary of Greek