- ἑξα-πάλαιστος
ἑξα-πάλαιστος, von 6 Spannen, Her. 1, 50. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξα-πάλαιστος, von 6 Spannen, Her. 1, 50. 2, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπάλαιστος — ἰσοπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μιας παλάμης, μιας παλαιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλαιστος (< παλαιστή /παλαστή «παλάμη»), πρβλ. εξα πάλαιστος, τετρα πάλαιστος] … Dictionary of Greek