- ἑξα-πλάσιος
ἑξα-πλάσιος, α, ον, ion. -πλήσιος, sechsfach, Her. 4, 81 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξα-πλάσιος, α, ον, ion. -πλήσιος, sechsfach, Her. 4, 81 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξαπλασιεπίτριτος — ἐξαπλασιεπίτριτος, ον (Α) έξι και ένα τρίτο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα πλάσιος + επί τριτος] … Dictionary of Greek