- ἑκοντηδόν
ἑκοντηδόν, = ἑκοντί, B. A. 497; Apoll. D. adv. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκοντηδόν, = ἑκοντί, B. A. 497; Apoll. D. adv. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εκοντηδόν — ἑκοντηδόν (Α) επίρρ. εκούσια … Dictionary of Greek
ἑκοντηδόν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek