- ἑκουσιότης
ἑκουσιότης, ἡ, Freiwilligkeit, Phot. cod. 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκουσιότης, ἡ, Freiwilligkeit, Phot. cod. 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εκουσιότης — ἑκουσιότης, η (AM) η ιδιότητα τού εκούσιου, ελεύθερη γνώμη … Dictionary of Greek
ἑκουσιότης — willingness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιότητι — ἑκουσιότης willingness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιότητος — ἑκουσιότης willingness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)