- ὑγιηρής
ὑγιηρής, ές, = Folgdm, wohl nur im superl. ὑγιηρέστατος, Her. 2, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγιηρής, ές, = Folgdm, wohl nur im superl. ὑγιηρέστατος, Her. 2, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγιηρῆς — ὑγιηρός Aër. fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)