- ἑκ-και-δεκα-έτης
ἑκ-και-δεκα-έτης, ὁ, sechszehnjährig, -έτει Plut. amat. 9; ἑκκαιδεκαετῆ χρόνον D. C. 69, 8; s. ἑκκαιδεκέτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκ-και-δεκα-έτης, ὁ, sechszehnjährig, -έτει Plut. amat. 9; ἑκκαιδεκαετῆ χρόνον D. C. 69, 8; s. ἑκκαιδεκέτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετρακαιδεκαέτης — άετες και δ. γρφ. αρσ. τετρακαιδεκέτης, θηλ. τετρακαιδεκέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια δεκατεσσάρων ετών 2. αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα… … Dictionary of Greek
δεκαετής — ής, ές (AM δεκαετής και δεκαέτης, θηλ. δεκαετής και δεκαέτις, ουδ. δεκαετές και δεκάετες) 1. ηλικίας δέκα ετών 2. διάρκειας δέκα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετης < έτος] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek