- ὑγιαντός
ὑγιαντός, adj. verb. von ὑγιαίνω, geheilt, heilbar, Arist. phys. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγιαντός, adj. verb. von ὑγιαίνω, geheilt, heilbar, Arist. phys. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγιαντός — ή, όν, Α [ὑγιαίνω] αυτός που επιδέχεται θεραπεία, ὑγιαστός* … Dictionary of Greek
ὑγιαντά — ὑγιαντός neut nom/voc/acc pl ὑγιαντά̱ , ὑγιαντός fem nom/voc/acc dual ὑγιαντά̱ , ὑγιαντός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιαντόν — ὑγιαντός masc acc sg ὑγιαντός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγιαστός — ή, όν, Α [ὑγιάζω] δεκτικός θεραπείας, ὑγιαντός* … Dictionary of Greek