- ὑεικός
ὑεικός, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑεικός, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υεικός — ή, όν, Α βλ. ὑϊκός … Dictionary of Greek
ὑεικόν — ὑεικός masc acc sg ὑεικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υϊκός — και ὑεικός, ή, όν, Α [ὗς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, γουρουνήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑϊκή φόρος που επιβαλλόταν στους κατόχους χοίρων 3. φρ. α) «πάσχω τι ὑϊκόν» υφίσταμαι κάτι το χυδαίο, το ποταπό (Ξεν.) β) «ὑεικόν τι… … Dictionary of Greek