- πεληϊάς
πεληϊάς, ἡ, ep. statt πελειάς, Opp. Cyn. 1, 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεληϊάς, ἡ, ep. statt πελειάς, Opp. Cyn. 1, 350.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεληϊάς — άδος, ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πελειάς … Dictionary of Greek
πελειάς — και πελιάς, επικ. τ. πεληϊάς, άδος, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. είδος πτηνού το οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει από το αγριοπερίστερο 3. το περιστέρι 4. (στην Ινδία) το πτηνό κροκόπους ο χλωρογάστωρ 5. στον πληθ. αἱ πελειάδες οι προφήτιδες ιέρειες … Dictionary of Greek