- ἑκατογ-κέφαλος
ἑκατογ-κέφαλος, hundertköpfig; ὄφεις Eur. Herc. Fur. 882; ὕδρα 1188; ἔχιδνα Ar. Ran. 473.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκατογ-κέφαλος, hundertköpfig; ὄφεις Eur. Herc. Fur. 882; ὕδρα 1188; ἔχιδνα Ar. Ran. 473.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερακοκέφαλος — ὁ (επίθ. τού αιγυπτ. θεού Ώρου) αυτός που έχει κεφάλι γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. εκατογ κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… … Dictionary of Greek