- ἑκατοντοῦτις
ἑκατοντοῦτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ath. XV, 697 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκατοντοῦτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ath. XV, 697 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκατοντοῦτιν — ἑκατοντοῦτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατοντούτιδας — ἑκατοντοῦτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατοντούτης — ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῡτις) αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων … Dictionary of Greek